- ὑποχωρήσας
- ὑποχωρήσᾱς , ὑποχωρέωgo backaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ὑποχωρήσᾱς , ὑποχωρέωgo backaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανήκω — ἐπανήκω (AM) [ήκω] επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῡ», ΠΔ) … Dictionary of Greek